Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φρυκτός
φρυκτωρέω
φρυκτωρία
φρυκτώριον
φρυκτωρός
φρύνη
Φρυνίχειος
φρῦνος
Φρύξ
φύγαδε
φυγαδεύω
φυγαδικός
φυγαδοθήρας
φυγαίχμης
φυγάς
φυγγάνω
φυγή
φυγοδέμνιος
φυγοδικέω
φυγομαχέω
φυγόμαχος
View word page
φυγαδεύω
φυγαδεύω φῠγᾰδεύω, fut. -σω φυγάς to drive from a country, banish, Xen., Dem.

ShortDef

to drive from a country, banish

Debugging

Headword:
φυγαδεύω
Headword (normalized):
φυγαδεύω
Headword (normalized/stripped):
φυγαδευω
IDX:
35243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35283
Key:
fugadeu/w

Data

{'content': 'φυγαδεύω\n φῠγᾰδεύω,\n fut. -σω\n φυγάς\n to drive from a country, banish, Xen., Dem.', 'key': 'fugadeu/w'}