Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄνωρος
ἀνωρύομαι
ἀνώτατος
ἀνωτερικός
ἀνώτερος
ἀνωφελής
ἀνωφέλητος
ἀνώχυρος
ἄξενος
Ἄξεινος
ἄξεστος
ἀξιάγαστος
ἀξιάκουστος
ἀξιακρόατος
ἀξία
ἀξιαφήγητος
ἀξιέπαινος
ἀξιέραστος
ἀξίνη
ἀξιοβίωτος
ἀξιοεργός
View word page
ἄξεστος
ἄξεστος ξέω unhewn, unwrought, Soph., Anth.
ShortDef
unhewn, unwrought
Debugging
Headword:
ἄξεστος
Headword (normalized):
ἄξεστος
Headword (normalized/stripped):
αξεστος
IDX:
3527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3528
Key:
a)/cestos
Data
{'content': 'ἄξεστος\n ξέω\n unhewn, unwrought, Soph., Anth.', 'key': 'a)/cestos'}