Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φρυαγματίας
φρυαγμοσέμνακος
φρυάσσομαι
φρυγανίζω
φρυγανισμός
φρύγανον
φρυγίλος
Φρύγιος
Φρυγιστί
φρύγω
φρυκτός
φρυκτωρέω
φρυκτωρία
φρυκτώριον
φρυκτωρός
φρύνη
Φρυνίχειος
φρῦνος
Φρύξ
φύγαδε
φυγαδεύω
View word page
φρυκτός
φρυκτός φρυκτός, ή, όν verb. adj. roasted, Ar. as Subst., φρυκτός, οῦ, a signal-fire, bale-fire, beacon, Aesch.; φρυκτοὶ πολέμιοι αἴρονται ἐς τόπον fire-signals of an enemyʼs approach are made to a place, Thuc.

ShortDef

adj. roasted; subst. torch, beacon

Debugging

Headword:
φρυκτός
Headword (normalized):
φρυκτός
Headword (normalized/stripped):
φρυκτος
IDX:
35233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35273
Key:
frukto/s

Data

{'content': 'φρυκτός\n φρυκτός, ή, όν\n verb. adj.\n roasted, Ar.\n as Subst., φρυκτός, οῦ, a signal-fire, bale-fire, beacon, Aesch.; φρυκτοὶ πολέμιοι αἴρονται ἐς τόπον fire-signals of an enemyʼs approach are made to a place, Thuc.', 'key': 'frukto/s'}