Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φρύαγμα
φρυαγματίας
φρυαγμοσέμνακος
φρυάσσομαι
φρυγανίζω
φρυγανισμός
φρύγανον
φρυγίλος
Φρύγιος
Φρυγιστί
φρύγω
φρυκτός
φρυκτωρέω
φρυκτωρία
φρυκτώριον
φρυκτωρός
φρύνη
Φρυνίχειος
φρῦνος
Φρύξ
φύγαδε
View word page
φρύγω
φρύγω to roast or fry, Ar.; ἐρετμοῖσι φρύξουσι they shall cook with the [wood of] the oars, Orac. ap. Hdt.:—Pass., πεφρυγμέναι κριθαί roasted barley, Thuc. of the sun, to parch, Lat. torrere, Theocr.

ShortDef

to roast

Debugging

Headword:
φρύγω
Headword (normalized):
φρύγω
Headword (normalized/stripped):
φρυγω
IDX:
35232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35272
Key:
fru/gw

Data

{'content': 'φρύγω\n to roast or fry, Ar.; ἐρετμοῖσι φρύξουσι they shall cook with the [wood of] the oars, Orac. ap. Hdt.:—Pass., πεφρυγμέναι κριθαί roasted barley, Thuc.\n of the sun, to parch, Lat. torrere, Theocr.', 'key': 'fru/gw'}