Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φρουρίς
φρουροδόμος
φρουρός
φρύαγμα
φρυαγματίας
φρυαγμοσέμνακος
φρυάσσομαι
φρυγανίζω
φρυγανισμός
φρύγανον
φρυγίλος
Φρύγιος
Φρυγιστί
φρύγω
φρυκτός
φρυκτωρέω
φρυκτωρία
φρυκτώριον
φρυκτωρός
φρύνη
Φρυνίχειος
View word page
φρυγίλος
φρυγίλος φρῠγίλος (ῐ), ὁ, a bird, perh. a finch, Lat. fringilla, Ar.

ShortDef

a finch

Debugging

Headword:
φρυγίλος
Headword (normalized):
φρυγίλος
Headword (normalized/stripped):
φρυγιλος
IDX:
35229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35269
Key:
frugi/los

Data

{'content': 'φρυγίλος\n φρῠγίλος (ῐ), ὁ,\n a bird, perh. a finch, Lat. fringilla, Ar.', 'key': 'frugi/los'}