Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φρούριον
φρουρίς
φρουροδόμος
φρουρός
φρύαγμα
φρυαγματίας
φρυαγμοσέμνακος
φρυάσσομαι
φρυγανίζω
φρυγανισμός
φρύγανον
φρυγίλος
Φρύγιος
Φρυγιστί
φρύγω
φρυκτός
φρυκτωρέω
φρυκτωρία
φρυκτώριον
φρυκτωρός
φρύνη
View word page
φρύγανον
φρύγανον φρύ_γᾰνον, ου, τό, φρύγω mostly in pl. dry sticks, firewood, Lat. sarmenta, Hdt., Ar., etc.:—the sg. only in collective sense = τὰ φρύγανα, Ar.

ShortDef

dry sticks, firewood

Debugging

Headword:
φρύγανον
Headword (normalized):
φρύγανον
Headword (normalized/stripped):
φρυγανον
IDX:
35228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35268
Key:
fru/ganon

Data

{'content': 'φρύγανον\n φρύ_γᾰνον, ου, τό,\n φρύγω\n mostly in pl. dry sticks, firewood, Lat. sarmenta, Hdt., Ar., etc.:—the sg. only in collective sense = τὰ φρύγανα, Ar.', 'key': 'fru/ganon'}