Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φρουρήτωρ
φρούριον
φρουρίς
φρουροδόμος
φρουρός
φρύαγμα
φρυαγματίας
φρυαγμοσέμνακος
φρυάσσομαι
φρυγανίζω
φρυγανισμός
φρύγανον
φρυγίλος
Φρύγιος
Φρυγιστί
φρύγω
φρυκτός
φρυκτωρέω
φρυκτωρία
φρυκτώριον
φρυκτωρός
View word page
φρυγανισμός
φρυγανισμός from φρῠγᾰνίζομαι φρῡγᾰνισμός, οῦ, ὁ, a gathering of dry sticks for fuel, a collecting firewood, Thuc.
ShortDef
a gathering of dry sticks for fuel, a collecting firewood
Debugging
Headword:
φρυγανισμός
Headword (normalized):
φρυγανισμός
Headword (normalized/stripped):
φρυγανισμος
IDX:
35227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35267
Key:
fruganismo/s
Data
{'content': 'φρυγανισμός\n from φρῠγᾰνίζομαι\n φρῡγᾰνισμός, οῦ, ὁ,\n a gathering of dry sticks for fuel, a collecting firewood, Thuc.', 'key': 'fruganismo/s'}