Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φρουρητός
φρουρήτωρ
φρούριον
φρουρίς
φρουροδόμος
φρουρός
φρύαγμα
φρυαγματίας
φρυαγμοσέμνακος
φρυάσσομαι
φρυγανίζω
φρυγανισμός
φρύγανον
φρυγίλος
Φρύγιος
Φρυγιστί
φρύγω
φρυκτός
φρυκτωρέω
φρυκτωρία
φρυκτώριον
View word page
φρυγανίζω
φρυγανίζω , φρῠγᾰνίζομαι, to gather sticks for fuel.
ShortDef
gather firewood
Debugging
Headword:
φρυγανίζω
Headword (normalized):
φρυγανίζω
Headword (normalized/stripped):
φρυγανιζω
IDX:
35226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35266
Key:
frugani/zomai
Data
{'content': 'φρυγανίζω\n , φρῠγᾰνίζομαι,\n to gather sticks for fuel.', 'key': 'frugani/zomai'}