Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φρούραρχος
φρουρέω
φρούρημα
φρουρητός
φρουρήτωρ
φρούριον
φρουρίς
φρουροδόμος
φρουρός
φρύαγμα
φρυαγματίας
φρυαγμοσέμνακος
φρυάσσομαι
φρυγανίζω
φρυγανισμός
φρύγανον
φρυγίλος
Φρύγιος
Φρυγιστί
φρύγω
φρυκτός
View word page
φρυαγματίας
φρυαγματίας φρυαγμᾰτίας, ου, ὁ, a hot-tempered horse: metaph. as adj. arrogant, wanton, Plut.
ShortDef
hot-tempered
Debugging
Headword:
φρυαγματίας
Headword (normalized):
φρυαγματίας
Headword (normalized/stripped):
φρυαγματιας
IDX:
35223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35263
Key:
fruagmati/hs
Data
{'content': 'φρυαγματίας\n φρυαγμᾰτίας, ου, ὁ,\n a hot-tempered horse: metaph. as adj. arrogant, wanton, Plut.', 'key': 'fruagmati/hs'}