Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φρουραρχία
φρούραρχος
φρουρέω
φρούρημα
φρουρητός
φρουρήτωρ
φρούριον
φρουρίς
φρουροδόμος
φρουρός
φρύαγμα
φρυαγματίας
φρυαγμοσέμνακος
φρυάσσομαι
φρυγανίζω
φρυγανισμός
φρύγανον
φρυγίλος
Φρύγιος
Φρυγιστί
φρύγω
View word page
φρύαγμα
φρύαγμα φρύαγμα, ατος, τό, φρυάσσομαι a violent snorting, neighing, Aesch., Soph. metaph. wanton behaviour, insolence, Anth.
ShortDef
a violent snorting, neighing
Debugging
Headword:
φρύαγμα
Headword (normalized):
φρύαγμα
Headword (normalized/stripped):
φρυαγμα
IDX:
35222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35262
Key:
fru/agma
Data
{'content': 'φρύαγμα\n φρύαγμα, ατος, τό,\n φρυάσσομαι\n a violent snorting, neighing, Aesch., Soph.\n metaph. wanton behaviour, insolence, Anth.', 'key': 'fru/agma'}