Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνώνυμος
ἀνωρία
ἄνωρος
ἀνωρύομαι
ἀνώτατος
ἀνωτερικός
ἀνώτερος
ἀνωφελής
ἀνωφέλητος
ἀνώχυρος
ἄξενος
Ἄξεινος
ἄξεστος
ἀξιάγαστος
ἀξιάκουστος
ἀξιακρόατος
ἀξία
ἀξιαφήγητος
ἀξιέπαινος
ἀξιέραστος
ἀξίνη
View word page
ἄξενος
ἄξενος inhospitable, of persons, Hes., Plat.; of places, Soph., Eur.:—comp. and Sup. -ώτερος, -ώτατος, Eur.

ShortDef

inhospitable

Debugging

Headword:
ἄξενος
Headword (normalized):
ἄξενος
Headword (normalized/stripped):
αξενος
IDX:
3525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3526
Key:
a)/cenos

Data

{'content': 'ἄξενος\n inhospitable, of persons, Hes., Plat.; of places, Soph., Eur.:—comp. and Sup. -ώτερος, -ώτατος, Eur.', 'key': 'a)/cenos'}