Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φροντιστήριον
φροντιστής
φροντιστικός
φροῦδος
φρουρά
φρουραρχία
φρούραρχος
φρουρέω
φρούρημα
φρουρητός
φρουρήτωρ
φρούριον
φρουρίς
φρουροδόμος
φρουρός
φρύαγμα
φρυαγματίας
φρυαγμοσέμνακος
φρυάσσομαι
φρυγανίζω
φρυγανισμός
View word page
φρουρήτωρ
φρουρήτωρ φρουρήτωρ, ορος, ὁ, φρουρέω a watcher, Anth.

ShortDef

a watcher

Debugging

Headword:
φρουρήτωρ
Headword (normalized):
φρουρήτωρ
Headword (normalized/stripped):
φρουρητωρ
IDX:
35217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35257
Key:
frourh/twr

Data

{'content': 'φρουρήτωρ\n φρουρήτωρ, ορος, ὁ,\n φρουρέω\n a watcher, Anth.', 'key': 'frourh/twr'}