Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φροντιστέος
φροντιστήριον
φροντιστής
φροντιστικός
φροῦδος
φρουρά
φρουραρχία
φρούραρχος
φρουρέω
φρούρημα
φρουρητός
φρουρήτωρ
φρούριον
φρουρίς
φρουροδόμος
φρουρός
φρύαγμα
φρυαγματίας
φρυαγμοσέμνακος
φρυάσσομαι
φρυγανίζω
View word page
φρουρητός
φρουρητός φρουρητός, ή, όν verb. adj. of φρουρέω watched, guarded, Anth.
ShortDef
watched, guarded
Debugging
Headword:
φρουρητός
Headword (normalized):
φρουρητός
Headword (normalized/stripped):
φρουρητος
IDX:
35216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35256
Key:
frourhto/s
Data
{'content': 'φρουρητός\n φρουρητός, ή, όν\n verb. adj. of φρουρέω\n watched, guarded, Anth.', 'key': 'frourhto/s'}