Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φροντίς
φροντιστέος
φροντιστήριον
φροντιστής
φροντιστικός
φροῦδος
φρουρά
φρουραρχία
φρούραρχος
φρουρέω
φρούρημα
φρουρητός
φρουρήτωρ
φρούριον
φρουρίς
φρουροδόμος
φρουρός
φρύαγμα
φρυαγματίας
φρυαγμοσέμνακος
φρυάσσομαι
View word page
φρούρημα
φρούρημα φρούρημα, ατος, τό, that which is watched or guarded, λείας βουκόλων φρουρήματα the herdsmenʼs charge of cattle, Soph. a guard, Aesch.; of a single man, Aesch. watch, ward, φρούρημα ἔχειν Eur.

ShortDef

that which is watched

Debugging

Headword:
φρούρημα
Headword (normalized):
φρούρημα
Headword (normalized/stripped):
φρουρημα
IDX:
35215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35255
Key:
frou/rhma

Data

{'content': 'φρούρημα\n φρούρημα, ατος, τό,\n that which is watched or guarded, λείας βουκόλων φρουρήματα the herdsmenʼs charge of cattle, Soph.\n a guard, Aesch.; of a single man, Aesch.\n watch, ward, φρούρημα ἔχειν Eur.', 'key': 'frou/rhma'}