Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φροντίζω
φρόντισμα
φροντίς
φροντιστέος
φροντιστήριον
φροντιστής
φροντιστικός
φροῦδος
φρουρά
φρουραρχία
φρούραρχος
φρουρέω
φρούρημα
φρουρητός
φρουρήτωρ
φρούριον
φρουρίς
φρουροδόμος
φρουρός
φρύαγμα
φρυαγματίας
View word page
φρούραρχος
φρούραρχος φρούρ-αρχος, ὁ, commander of a watch or fortress, Xen.

ShortDef

commander of a watch

Debugging

Headword:
φρούραρχος
Headword (normalized):
φρούραρχος
Headword (normalized/stripped):
φρουραρχος
IDX:
35213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35253
Key:
frou/rarxos

Data

{'content': 'φρούραρχος\n φρούρ-αρχος, ὁ,\n commander of a watch or fortress, Xen.', 'key': 'frou/rarxos'}