Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φρονούντως
φροντίζω
φρόντισμα
φροντίς
φροντιστέος
φροντιστήριον
φροντιστής
φροντιστικός
φροῦδος
φρουρά
φρουραρχία
φρούραρχος
φρουρέω
φρούρημα
φρουρητός
φρουρήτωρ
φρούριον
φρουρίς
φρουροδόμος
φρουρός
φρύαγμα
View word page
φρουραρχία
φρουραρχία φρουραρχία, ἡ, the office or post of φρούραρχος, place of commandant, Xen. from φρούραρχος
ShortDef
command of a watch, of a garrison
Debugging
Headword:
φρουραρχία
Headword (normalized):
φρουραρχία
Headword (normalized/stripped):
φρουραρχια
IDX:
35212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35252
Key:
frourarxi/a
Data
{'content': 'φρουραρχία\n φρουραρχία, ἡ,\n the office or post of φρούραρχος, place of commandant, Xen.\n from φρούραρχος', 'key': 'frourarxi/a'}