Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φρόνιμος
φρόνις
φρονούντως
φροντίζω
φρόντισμα
φροντίς
φροντιστέος
φροντιστήριον
φροντιστής
φροντιστικός
φροῦδος
φρουρά
φρουραρχία
φρούραρχος
φρουρέω
φρούρημα
φρουρητός
φρουρήτωρ
φρούριον
φρουρίς
φρουροδόμος
View word page
φροῦδος
φροῦδος φροῦδος, η, ον contr. from πρὸ ὁδοῦ, as φροίμιον from προοίμιον gone away, clean gone, (as Hom. says πρὸ ὁδοῦ ἐγένοντο) : of persons, gone, fled, departed, Soph., etc.; c. part., φροῦδοί εἰσι διώκοντές σε they are gone in pursuit, Soph.; of the dead, φρ. αὐτὸς εἶ θανών thou art dead and gone, Soph., Eur. undone, ruined, helpless, Eur. of things, gone, vanished, Soph., Eur.; φρούδη μὲν αὐδή, φροῦδα δʼ ἄρθρα they are gone, i. e. refuse their office, Eur.

ShortDef

gone away, clean gone

Debugging

Headword:
φροῦδος
Headword (normalized):
φροῦδος
Headword (normalized/stripped):
φρουδος
IDX:
35210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35250
Key:
frou=dos

Data

{'content': 'φροῦδος\n φροῦδος, η, ον\n contr. from πρὸ ὁδοῦ, as φροίμιον from προοίμιον\n gone away, clean gone, (as Hom. says πρὸ ὁδοῦ ἐγένοντο) : \n of persons, gone, fled, departed, Soph., etc.; c. part., φροῦδοί εἰσι διώκοντές σε they are gone in pursuit, Soph.; of the dead, φρ. αὐτὸς εἶ θανών thou art dead and gone, Soph., Eur.\n undone, ruined, helpless, Eur.\n of things, gone, vanished, Soph., Eur.; φρούδη μὲν αὐδή, φροῦδα δʼ ἄρθρα they are gone, i. e. refuse their office, Eur.', 'key': 'frou=dos'}