Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνωνόμαστος
ἀνώνυμος
ἀνωρία
ἄνωρος
ἀνωρύομαι
ἀνώτατος
ἀνωτερικός
ἀνώτερος
ἀνωφελής
ἀνωφέλητος
ἀνώχυρος
ἄξενος
Ἄξεινος
ἄξεστος
ἀξιάγαστος
ἀξιάκουστος
ἀξιακρόατος
ἀξία
ἀξιαφήγητος
ἀξιέπαινος
ἀξιέραστος
View word page
ἀνώχυρος
ἀνώχυρος ὀχυρός not fortified, Xen.
ShortDef
not fortified
Debugging
Headword:
ἀνώχυρος
Headword (normalized):
ἀνώχυρος
Headword (normalized/stripped):
ανωχυρος
IDX:
3524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3525
Key:
a)nw/xuros
Data
{'content': 'ἀνώχυρος\n ὀχυρός\n not fortified, Xen.', 'key': 'a)nw/xuros'}