Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φρονητέος
φρόνιμος
φρόνις
φρονούντως
φροντίζω
φρόντισμα
φροντίς
φροντιστέος
φροντιστήριον
φροντιστής
φροντιστικός
φροῦδος
φρουρά
φρουραρχία
φρούραρχος
φρουρέω
φρούρημα
φρουρητός
φρουρήτωρ
φρούριον
φρουρίς
View word page
φροντιστικός
φροντιστικός from φροντιστής φροντιστικός, ή, όν thoughtful, Luc.:—adv. -κῶς, Xen.

ShortDef

thoughtful

Debugging

Headword:
φροντιστικός
Headword (normalized):
φροντιστικός
Headword (normalized/stripped):
φροντιστικος
IDX:
35209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35249
Key:
frontistiko/s

Data

{'content': 'φροντιστικός\n from φροντιστής\n φροντιστικός, ή, όν\n thoughtful, Luc.:—adv. -κῶς, Xen.', 'key': 'frontistiko/s'}