Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φρονηματίζομαι
φρονηματίας
φρόνησις
φρονητέος
φρόνιμος
φρόνις
φρονούντως
φροντίζω
φρόντισμα
φροντίς
φροντιστέος
φροντιστήριον
φροντιστής
φροντιστικός
φροῦδος
φρουρά
φρουραρχία
φρούραρχος
φρουρέω
φρούρημα
φρουρητός
View word page
φροντιστέος
φροντιστέος φροντιστέος, ον, verb. adj. of φροντίζω one must take heed, Eur., Plat.
ShortDef
one must take heed
Debugging
Headword:
φροντιστέος
Headword (normalized):
φροντιστέος
Headword (normalized/stripped):
φροντιστεος
IDX:
35206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35246
Key:
frontiste/os
Data
{'content': 'φροντιστέος\n φροντιστέος, ον,\n verb. adj. of φροντίζω\n one must take heed, Eur., Plat.', 'key': 'frontiste/os'}