Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φρονέω
φρόνημα
φρονηματίζομαι
φρονηματίας
φρόνησις
φρονητέος
φρόνιμος
φρόνις
φρονούντως
φροντίζω
φρόντισμα
φροντίς
φροντιστέος
φροντιστήριον
φροντιστής
φροντιστικός
φροῦδος
φρουρά
φρουραρχία
φρούραρχος
φρουρέω
View word page
φρόντισμα
φρόντισμα φρόντισμα, ατος, τό, φροντίζω that which is thought out, a thought, invention, Ar.
ShortDef
that which is thought out, a thought, invention
Debugging
Headword:
φρόντισμα
Headword (normalized):
φρόντισμα
Headword (normalized/stripped):
φροντισμα
IDX:
35204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35244
Key:
fro/ntisma
Data
{'content': 'φρόντισμα\n φρόντισμα, ατος, τό,\n φροντίζω\n that which is thought out, a thought, invention, Ar.', 'key': 'fro/ntisma'}