Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φροιμιάζομαι
φροιμιαστέος
φροίμιον
φρονέω
φρόνημα
φρονηματίζομαι
φρονηματίας
φρόνησις
φρονητέος
φρόνιμος
φρόνις
φρονούντως
φροντίζω
φρόντισμα
φροντίς
φροντιστέος
φροντιστήριον
φροντιστής
φροντιστικός
φροῦδος
φρουρά
View word page
φρόνις
φρόνις φρόνις, εως, φρήν prudence, wisdom, περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων [Nestor] knows well the customs and wisdom of other men, Od.; κατὰ φρόνιν ἤγαγε πολλήν he brought back much wisdom from Troy, Od.

ShortDef

prudence, wisdom

Debugging

Headword:
φρόνις
Headword (normalized):
φρόνις
Headword (normalized/stripped):
φρονις
IDX:
35201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35241
Key:
fro/nis

Data

{'content': 'φρόνις\n φρόνις, εως,\n φρήν\n prudence, wisdom, περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων [Nestor] knows well the customs and wisdom of other men, Od.; κατὰ φρόνιν ἤγαγε πολλήν he brought back much wisdom from Troy, Od.', 'key': 'fro/nis'}