Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνώμοτος
ἀνωνόμαστος
ἀνώνυμος
ἀνωρία
ἄνωρος
ἀνωρύομαι
ἀνώτατος
ἀνωτερικός
ἀνώτερος
ἀνωφελής
ἀνωφέλητος
ἀνώχυρος
ἄξενος
Ἄξεινος
ἄξεστος
ἀξιάγαστος
ἀξιάκουστος
ἀξιακρόατος
ἀξία
ἀξιαφήγητος
ἀξιέπαινος
View word page
ἀνωφέλητος
ἀνωφέλητος ὠφελέω unprofitable, useless, Soph.; τινι to one, Aesch.

ShortDef

unprofitable, useless

Debugging

Headword:
ἀνωφέλητος
Headword (normalized):
ἀνωφέλητος
Headword (normalized/stripped):
ανωφελητος
IDX:
3523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3524
Key:
a)nwfe/lhtos

Data

{'content': 'ἀνωφέλητος\n ὠφελέω\n unprofitable, useless, Soph.; τινι to one, Aesch.', 'key': 'a)nwfe/lhtos'}