Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φρικαλέος
φρίκη
φρικτός
φρικώδης
φριμάσσομαι
φριξοκόμης
φρίξ
φρίσσω
φροιμιάζομαι
φροιμιαστέος
φροίμιον
φρονέω
φρόνημα
φρονηματίζομαι
φρονηματίας
φρόνησις
φρονητέος
φρόνιμος
φρόνις
φρονούντως
φροντίζω
View word page
φροίμιον
φροίμιον φροίμιον, ου, τό, contr. for προοίμιον, as φροῦδος for πρὸ ὁδοῦ.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φροίμιον
Headword (normalized):
φροίμιον
Headword (normalized/stripped):
φροιμιον
IDX:
35193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35233
Key:
froi/mion

Data

{'content': 'φροίμιον\n φροίμιον, ου, τό,\n contr. for προοίμιον, as φροῦδος for πρὸ ὁδοῦ.', 'key': 'froi/mion'}