Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φρέω
φρήν
φρικαλέος
φρίκη
φρικτός
φρικώδης
φριμάσσομαι
φριξοκόμης
φρίξ
φρίσσω
φροιμιάζομαι
φροιμιαστέος
φροίμιον
φρονέω
φρόνημα
φρονηματίζομαι
φρονηματίας
φρόνησις
φρονητέος
φρόνιμος
φρόνις
View word page
φροιμιάζομαι
φροιμιάζομαι φροιμιάζομαι, contr. for προιοιμιάζομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φροιμιάζομαι
Headword (normalized):
φροιμιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
φροιμιαζομαι
IDX:
35191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35231
Key:
froimia/zomai

Data

{'content': 'φροιμιάζομαι\n φροιμιάζομαι,\n contr. for προιοιμιάζομαι', 'key': 'froimia/zomai'}