Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνωμοτί
ἀνώμοτος
ἀνωνόμαστος
ἀνώνυμος
ἀνωρία
ἄνωρος
ἀνωρύομαι
ἀνώτατος
ἀνωτερικός
ἀνώτερος
ἀνωφελής
ἀνωφέλητος
ἀνώχυρος
ἄξενος
Ἄξεινος
ἄξεστος
ἀξιάγαστος
ἀξιάκουστος
ἀξιακρόατος
ἀξία
ἀξιαφήγητος
View word page
ἀνωφελής
ἀνωφελής ὠφελέω unprofitable, useless, Aesch., Soph., etc. hurtful, prejudicial, Thuc.; τινι to one, Plat.: adv. -λῶς, Arist.
ShortDef
unprofitable, useless
Debugging
Headword:
ἀνωφελής
Headword (normalized):
ἀνωφελής
Headword (normalized/stripped):
ανωφελης
IDX:
3522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3523
Key:
a)nwfelh/s
Data
{'content': 'ἀνωφελής\n ὠφελέω\n unprofitable, useless, Aesch., Soph., etc.\n hurtful, prejudicial, Thuc.; τινι to one, Plat.: adv. -λῶς, Arist.', 'key': 'a)nwfelh/s'}