Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φρενοτέκτων
φρενόω
φρενώλης
φρέω
φρήν
φρικαλέος
φρίκη
φρικτός
φρικώδης
φριμάσσομαι
φριξοκόμης
φρίξ
φρίσσω
φροιμιάζομαι
φροιμιαστέος
φροίμιον
φρονέω
φρόνημα
φρονηματίζομαι
φρονηματίας
φρόνησις
View word page
φριξοκόμης
φριξοκόμης φριξο-κόμης, ου, ὁ, κόμη with bristling hair, Anth.

ShortDef

with bristling hair

Debugging

Headword:
φριξοκόμης
Headword (normalized):
φριξοκόμης
Headword (normalized/stripped):
φριξοκομης
IDX:
35188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35228
Key:
fricoko/mhs

Data

{'content': 'φριξοκόμης\n φριξο-κόμης, ου, ὁ,\n κόμη\n with bristling hair, Anth.', 'key': 'fricoko/mhs'}