Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φρενόπληκτος
φρενοπλήξ
φρενοτέκτων
φρενόω
φρενώλης
φρέω
φρήν
φρικαλέος
φρίκη
φρικτός
φρικώδης
φριμάσσομαι
φριξοκόμης
φρίξ
φρίσσω
φροιμιάζομαι
φροιμιαστέος
φροίμιον
φρονέω
φρόνημα
φρονηματίζομαι
View word page
φρικώδης
φρικώδης φρῑκ-ώδης, ες εἶδος that causes shuddering, horrible, Eur., Ar.:—neut. φρικῶδες, as adv. horribly, Eur.:— adv. -δῶς, Sup., φρικωδέστατα ἔχειν to be in utter horror, Dem.

ShortDef

that causes shuddering, horrible

Debugging

Headword:
φρικώδης
Headword (normalized):
φρικώδης
Headword (normalized/stripped):
φρικωδης
IDX:
35186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35226
Key:
frikw/dhs

Data

{'content': 'φρικώδης\n φρῑκ-ώδης, ες\n εἶδος\n that causes shuddering, horrible, Eur., Ar.:—neut. φρικῶδες, as adv. horribly, Eur.:— adv. -δῶς, Sup., φρικωδέστατα ἔχειν to be in utter horror, Dem.', 'key': 'frikw/dhs'}