Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φρενοπληγής
φρενόπληκτος
φρενοπλήξ
φρενοτέκτων
φρενόω
φρενώλης
φρέω
φρήν
φρικαλέος
φρίκη
φρικτός
φρικώδης
φριμάσσομαι
φριξοκόμης
φρίξ
φρίσσω
φροιμιάζομαι
φροιμιαστέος
φροίμιον
φρονέω
φρόνημα
View word page
φρικτός
φρικτός φρικτός, ή, όν verb. adj. of φρίσσω to be shuddered at, horrible, Plut.
ShortDef
to be shuddered at, horrible
Debugging
Headword:
φρικτός
Headword (normalized):
φρικτός
Headword (normalized/stripped):
φρικτος
IDX:
35185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35225
Key:
frikto/s
Data
{'content': 'φρικτός\n φρικτός, ή, όν\n verb. adj. of φρίσσω\n to be shuddered at, horrible, Plut.', 'key': 'frikto/s'}