Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φρενομόρως
φρενοπληγής
φρενόπληκτος
φρενοπλήξ
φρενοτέκτων
φρενόω
φρενώλης
φρέω
φρήν
φρικαλέος
φρίκη
φρικτός
φρικώδης
φριμάσσομαι
φριξοκόμης
φρίξ
φρίσσω
φροιμιάζομαι
φροιμιαστέος
φροίμιον
φρονέω
View word page
φρίκη
φρίκη φρί_κη, ἡ, φρίσσω a shuddering, shivering, Plat. shuddering, esp. from religious awe, Hdt., Soph.
ShortDef
a shuddering, shivering
Debugging
Headword:
φρίκη
Headword (normalized):
φρίκη
Headword (normalized/stripped):
φρικη
IDX:
35184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35224
Key:
fri/kh
Data
{'content': 'φρίκη\n φρί_κη, ἡ,\n φρίσσω\n a shuddering, shivering, Plat.\n shuddering, esp. from religious awe, Hdt., Soph.', 'key': 'fri/kh'}