Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φρενόθεν
φρενοκλόπος
φρενολῃστής
φρενομανής
φρενομόρως
φρενοπληγής
φρενόπληκτος
φρενοπλήξ
φρενοτέκτων
φρενόω
φρενώλης
φρέω
φρήν
φρικαλέος
φρίκη
φρικτός
φρικώδης
φριμάσσομαι
φριξοκόμης
φρίξ
φρίσσω
View word page
φρενώλης
φρενώλης φρεν-ώλης, ες ὄλλυμι distraught in mind, frenzied, Aesch.

ShortDef

distraught in mind, frenzied

Debugging

Headword:
φρενώλης
Headword (normalized):
φρενώλης
Headword (normalized/stripped):
φρενωλης
IDX:
35180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35220
Key:
frenw/lhs

Data

{'content': 'φρενώλης\n φρεν-ώλης, ες\n ὄλλυμι\n distraught in mind, frenzied, Aesch.', 'key': 'frenw/lhs'}