Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φρενοβλαβής
φρενογηθής
φρενοδαλής
φρενόθεν
φρενοκλόπος
φρενολῃστής
φρενομανής
φρενομόρως
φρενοπληγής
φρενόπληκτος
φρενοπλήξ
φρενοτέκτων
φρενόω
φρενώλης
φρέω
φρήν
φρικαλέος
φρίκη
φρικτός
φρικώδης
φριμάσσομαι
View word page
φρενοπλήξ
φρενοπλήξ φρενο-πλήξ, ῆγος, = φρενόπληκτος, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φρενοπλήξ
Headword (normalized):
φρενοπλήξ
Headword (normalized/stripped):
φρενοπληξ
IDX:
35177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35217
Key:
frenoplh/c
Data
{'content': 'φρενοπλήξ\n φρενο-πλήξ, ῆγος,\n = φρενόπληκτος, Anth.', 'key': 'frenoplh/c'}