Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φρενοβλάβεια
φρενοβλαβής
φρενογηθής
φρενοδαλής
φρενόθεν
φρενοκλόπος
φρενολῃστής
φρενομανής
φρενομόρως
φρενοπληγής
φρενόπληκτος
φρενοπλήξ
φρενοτέκτων
φρενόω
φρενώλης
φρέω
φρήν
φρικαλέος
φρίκη
φρικτός
φρικώδης
View word page
φρενόπληκτος
φρενόπληκτος φρενό-πληκτος, ον, πλήσσω stricken in mind, frenzy-stricken, Aesch.

ShortDef

stricken in mind, frenzy-stricken

Debugging

Headword:
φρενόπληκτος
Headword (normalized):
φρενόπληκτος
Headword (normalized/stripped):
φρενοπληκτος
IDX:
35176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35216
Key:
freno/plhktos

Data

{'content': 'φρενόπληκτος\n φρενό-πληκτος, ον,\n πλήσσω\n stricken in mind, frenzy-stricken, Aesch.', 'key': 'freno/plhktos'}