Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φρενῖτις
φρενοβλάβεια
φρενοβλαβής
φρενογηθής
φρενοδαλής
φρενόθεν
φρενοκλόπος
φρενολῃστής
φρενομανής
φρενομόρως
φρενοπληγής
φρενόπληκτος
φρενοπλήξ
φρενοτέκτων
φρενόω
φρενώλης
φρέω
φρήν
φρικαλέος
φρίκη
φρικτός
View word page
φρενοπληγής
φρενοπληγής φρενο-πληγής, ές πλήσσω striking the mind, i. e. driving mad, maddening, Aesch.

ShortDef

striking the mind

Debugging

Headword:
φρενοπληγής
Headword (normalized):
φρενοπληγής
Headword (normalized/stripped):
φρενοπληγης
IDX:
35175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35215
Key:
frenoplhgh/s

Data

{'content': 'φρενοπληγής\n φρενο-πληγής, ές\n πλήσσω\n striking the mind, i. e. driving mad, maddening, Aesch.', 'key': 'frenoplhgh/s'}