Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φρεναπατάω
φρεναπάτης
φρενήρης
φρενιτιάω
φρενῖτις
φρενοβλάβεια
φρενοβλαβής
φρενογηθής
φρενοδαλής
φρενόθεν
φρενοκλόπος
φρενολῃστής
φρενομανής
φρενομόρως
φρενοπληγής
φρενόπληκτος
φρενοπλήξ
φρενοτέκτων
φρενόω
φρενώλης
φρέω
View word page
φρενοκλόπος
φρενοκλόπος φρενο-κλόπος, ον, κλέπτω stealing the understanding, deceiving, Anth.
ShortDef
stealing the understanding, deceiving
Debugging
Headword:
φρενοκλόπος
Headword (normalized):
φρενοκλόπος
Headword (normalized/stripped):
φρενοκλοπος
IDX:
35171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35211
Key:
frenoklo/pos
Data
{'content': 'φρενοκλόπος\n φρενο-κλόπος, ον,\n κλέπτω\n stealing the understanding, deceiving, Anth.', 'key': 'frenoklo/pos'}