Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φρατριάζω
φρατρίαρχος
φράτριος
φρέαρ
φρεατία
φρεατίας
Φρεαττώ
φρεναπατάω
φρεναπάτης
φρενήρης
φρενιτιάω
φρενῖτις
φρενοβλάβεια
φρενοβλαβής
φρενογηθής
φρενοδαλής
φρενόθεν
φρενοκλόπος
φρενολῃστής
φρενομανής
φρενομόρως
View word page
φρενιτιάω
φρενιτιάω φρενῑτιάω, to have a violent fever, be delirious or frantic, Plut. from φρενῖτις
ShortDef
to have a violent fever, be delirious
Debugging
Headword:
φρενιτιάω
Headword (normalized):
φρενιτιάω
Headword (normalized/stripped):
φρενιτιαω
IDX:
35164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35204
Key:
frenitia/w
Data
{'content': 'φρενιτιάω\n φρενῑτιάω,\n to have a violent fever, be delirious or frantic, Plut.\n from φρενῖτις', 'key': 'frenitia/w'}