Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνώλεθρος
ἀνωμαλία
ἀνώμαλος
ἀνωμοτί
ἀνώμοτος
ἀνωνόμαστος
ἀνώνυμος
ἀνωρία
ἄνωρος
ἀνωρύομαι
ἀνώτατος
ἀνωτερικός
ἀνώτερος
ἀνωφελής
ἀνωφέλητος
ἀνώχυρος
ἄξενος
Ἄξεινος
ἄξεστος
ἀξιάγαστος
ἀξιάκουστος
View word page
ἀνώτατος
ἀνώτατος Sup. adj. formed from ἄνω, topmost, Hdt.
ShortDef
topmost
Debugging
Headword:
ἀνώτατος
Headword (normalized):
ἀνώτατος
Headword (normalized/stripped):
ανωτατος
IDX:
3519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3520
Key:
a)nw/tatos
Data
{'content': 'ἀνώτατος\n Sup. adj. formed from ἄνω, topmost, Hdt.', 'key': 'a)nw/tatos'}