Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φράγμα
φραγμός
φραδάζω
φραδή
φραδής
φραδμοσύνη
φράδμων
φράζω
φράσις
φράσσω
φράτηρ
φρατορικός
φράτρα
φρατριάζω
φρατρίαρχος
φράτριος
φρέαρ
φρεατία
φρεατίας
Φρεαττώ
φρεναπατάω
View word page
φράτηρ
φράτηρ φρά_τηρ, gen. φράτερος, or φράτωρ, φράτορος, ὁ, φράτρα a member of a φράτρα· in pl. those of the same φράτρα, clansmen, Aesch., Ar.; εἰσάγειν τὸν υἱὸν εἰς τοὺς φράτερας (which was done when the boy came of age) Ar.; ἐγγράφειν τινὰ εἰς τοὺς φρ. Isae.; οὐκ ἔφυσε φράτερας (v. φραστήρ), he has not cut his citizen teeth, is no true citizen, Ar.; φράτερες τριωβόλου clansmen of the dicastʼs fee, Ar.

ShortDef

a member of a brotherhood

Debugging

Headword:
φράτηρ
Headword (normalized):
φράτηρ
Headword (normalized/stripped):
φρατηρ
IDX:
35151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35191
Key:
fra/thr

Data

{'content': 'φράτηρ\n φρά_τηρ, gen. φράτερος, or φράτωρ, φράτορος, ὁ,\n φράτρα\n a member of a φράτρα· in pl. those of the same φράτρα, clansmen, Aesch., Ar.; εἰσάγειν τὸν υἱὸν εἰς τοὺς φράτερας (which was done when the boy came of age) Ar.; ἐγγράφειν τινὰ εἰς τοὺς φρ. Isae.; οὐκ ἔφυσε φράτερας (v. φραστήρ), he has not cut his citizen teeth, is no true citizen, Ar.; φράτερες τριωβόλου clansmen of the dicastʼs fee, Ar.', 'key': 'fra/thr'}