Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φόωσδε
φόως
φράγδην
φραγέλλιον
φραγελλόω
φράγμα
φραγμός
φραδάζω
φραδή
φραδής
φραδμοσύνη
φράδμων
φράζω
φράσις
φράσσω
φράτηρ
φρατορικός
φράτρα
φρατριάζω
φρατρίαρχος
φράτριος
View word page
φραδμοσύνη
φραδμοσύνη φραδμοσύνη, ἡ, poet. Noun, understanding, shrewdness, cunning, in dat. pl. φραδμοσύνῃσιν Hhymn., Hes.
ShortDef
understanding, shrewdness, cunning
Debugging
Headword:
φραδμοσύνη
Headword (normalized):
φραδμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
φραδμοσυνη
IDX:
35146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35186
Key:
fradmosu/nh
Data
{'content': 'φραδμοσύνη\n φραδμοσύνη, ἡ,\n poet. Noun, understanding, shrewdness, cunning, in dat. pl. φραδμοσύνῃσιν Hhymn., Hes.', 'key': 'fradmosu/nh'}