Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φορυτός
φόωσδε
φόως
φράγδην
φραγέλλιον
φραγελλόω
φράγμα
φραγμός
φραδάζω
φραδή
φραδής
φραδμοσύνη
φράδμων
φράζω
φράσις
φράσσω
φράτηρ
φρατορικός
φράτρα
φρατριάζω
φρατρίαρχος
View word page
φραδής
φραδής φρᾰδής, ές φράζω understanding, wise, shrewd, opp. to ἀφραδής, Il.

ShortDef

understanding, wise, shrewd

Debugging

Headword:
φραδής
Headword (normalized):
φραδής
Headword (normalized/stripped):
φραδης
IDX:
35145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35185
Key:
fradh/s

Data

{'content': 'φραδής\n φρᾰδής, ές\n φράζω\n understanding, wise, shrewd, opp. to ἀφραδής, Il.', 'key': 'fradh/s'}