Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φορύνω
φορύσσω
φορυτός
φόωσδε
φόως
φράγδην
φραγέλλιον
φραγελλόω
φράγμα
φραγμός
φραδάζω
φραδή
φραδής
φραδμοσύνη
φράδμων
φράζω
φράσις
φράσσω
φράτηρ
φρατορικός
φράτρα
View word page
φραδάζω
φραδάζω φρᾰδάζω, to make known, γᾶν φράδασσε (poet. aor1) Pind. from φρᾰδή

ShortDef

to make known

Debugging

Headword:
φραδάζω
Headword (normalized):
φραδάζω
Headword (normalized/stripped):
φραδαζω
IDX:
35143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35183
Key:
frada/zw

Data

{'content': 'φραδάζω\n φρᾰδάζω,\n to make known, γᾶν φράδασσε (poet. aor1) Pind.\n from φρᾰδή', 'key': 'frada/zw'}