Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φορτίς
φόρτος
φορύνω
φορύσσω
φορυτός
φόωσδε
φόως
φράγδην
φραγέλλιον
φραγελλόω
φράγμα
φραγμός
φραδάζω
φραδή
φραδής
φραδμοσύνη
φράδμων
φράζω
φράσις
φράσσω
φράτηρ
View word page
φράγμα
φράγμα φράγμα, ατος, τό, φράσσω a fence, breast-work, screen, Hdt., Plat. generally a defence, φρ. μετώπων of a stagʼs horns, Anth.

ShortDef

a fence, breast-work, screen

Debugging

Headword:
φράγμα
Headword (normalized):
φράγμα
Headword (normalized/stripped):
φραγμα
IDX:
35141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35181
Key:
fra/gma

Data

{'content': 'φράγμα\n φράγμα, ατος, τό,\n φράσσω\n a fence, breast-work, screen, Hdt., Plat.\n generally a defence, φρ. μετώπων of a stagʼs horns, Anth.', 'key': 'fra/gma'}