Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνωϊστί
ἀνώϊστος
ἀνώλεθρος
ἀνωμαλία
ἀνώμαλος
ἀνωμοτί
ἀνώμοτος
ἀνωνόμαστος
ἀνώνυμος
ἀνωρία
ἄνωρος
ἀνωρύομαι
ἀνώτατος
ἀνωτερικός
ἀνώτερος
ἀνωφελής
ἀνωφέλητος
ἀνώχυρος
ἄξενος
Ἄξεινος
ἄξεστος
View word page
ἄνωρος
ἄνωρος = ἄωρος.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄνωρος
Headword (normalized):
ἄνωρος
Headword (normalized/stripped):
ανωρος
IDX:
3517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3518
Key:
a)/nwros

Data

{'content': 'ἄνωρος\n = ἄωρος.', 'key': 'a)/nwros'}