Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φορτηγέω
φορτηγία
φορτηγικός
φορτηγός
φορτίζω
φορτικός
φορτίον
φορτίς
φόρτος
φορύνω
φορύσσω
φορυτός
φόωσδε
φόως
φράγδην
φραγέλλιον
φραγελλόω
φράγμα
φραγμός
φραδάζω
φραδή
View word page
φορύσσω
φορύσσω φορύσσω, to defile, Od. deriv. uncertain
ShortDef
to defile, to mix
Debugging
Headword:
φορύσσω
Headword (normalized):
φορύσσω
Headword (normalized/stripped):
φορυσσω
IDX:
35134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35174
Key:
foru/ssw
Data
{'content': 'φορύσσω\n φορύσσω,\n to defile, Od.\n deriv. uncertain', 'key': 'foru/ssw'}