Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φορμός
φορολογέω
φορολόγος
φορός
φόρος
φορτηγέω
φορτηγία
φορτηγικός
φορτηγός
φορτίζω
φορτικός
φορτίον
φορτίς
φόρτος
φορύνω
φορύσσω
φορυτός
φόωσδε
φόως
φράγδην
φραγέλλιον
View word page
φορτικός
φορτικός φορτῐκός, ή, όν φόρτος of the nature of a burden: metaph. (cf. φόρτος II) burdensome, wearisome, Dem., Luc. coarse, vulgar, common, Ar., Plat.; of arguments, low, vulgar, ad captandum vulgus, Plat.; τοῦ φορτικοῦ ἕνεκα out of vulgar arrogance, Aeschin.: —adv. φορτικῶς, coarsely, vulgarly, like a clown, Plat., etc.

ShortDef

coarse, vulgar, tiresome

Debugging

Headword:
φορτικός
Headword (normalized):
φορτικός
Headword (normalized/stripped):
φορτικος
IDX:
35129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35169
Key:
fortiko/s

Data

{'content': 'φορτικός\n φορτῐκός, ή, όν\n φόρτος\n of the nature of a burden: metaph. (cf. φόρτος II) burdensome, wearisome, Dem., Luc.\n coarse, vulgar, common, Ar., Plat.; of arguments, low, vulgar, ad captandum vulgus, Plat.; τοῦ φορτικοῦ ἕνεκα out of vulgar arrogance, Aeschin.: —adv. φορτικῶς, coarsely, vulgarly, like a clown, Plat., etc.', 'key': 'fortiko/s'}