Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φορμορραφέομαι
φορμός
φορολογέω
φορολόγος
φορός
φόρος
φορτηγέω
φορτηγία
φορτηγικός
φορτηγός
φορτίζω
φορτικός
φορτίον
φορτίς
φόρτος
φορύνω
φορύσσω
φορυτός
φόωσδε
φόως
φράγδην
View word page
φορτίζω
φορτίζω φόρτος to load, Babr.; φορτίον φ. τινά to load one with a burden, NTest.:—Mid., τὰ μείονα φορτίζεσθαι to ship the smaller part of oneʼs wealth, Hes.—Pass. to be heavy laden, perf. part. πεφορτισμένος NTest., Luc.

ShortDef

to load

Debugging

Headword:
φορτίζω
Headword (normalized):
φορτίζω
Headword (normalized/stripped):
φορτιζω
IDX:
35128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35168
Key:
forti/zw

Data

{'content': 'φορτίζω\n φόρτος\n to load, Babr.; φορτίον φ. τινά to load one with a burden, NTest.:—Mid., τὰ μείονα φορτίζεσθαι to ship the smaller part of oneʼs wealth, Hes.—Pass. to be heavy laden, perf. part. πεφορτισμένος NTest., Luc.', 'key': 'forti/zw'}