Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φορμικτής
φορμορραφέομαι
φορμός
φορολογέω
φορολόγος
φορός
φόρος
φορτηγέω
φορτηγία
φορτηγικός
φορτηγός
φορτίζω
φορτικός
φορτίον
φορτίς
φόρτος
φορύνω
φορύσσω
φορυτός
φόωσδε
φόως
View word page
φορτηγός
φορτηγός φορτ-ηγός, οῦ, ὁ, ἄγω one who carries burdens, a carrier, trafficker, merchant, Theogn., Polyb.
ShortDef
one who carries burdens, a carrier, trafficker, merchant
Debugging
Headword:
φορτηγός
Headword (normalized):
φορτηγός
Headword (normalized/stripped):
φορτηγος
IDX:
35127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35167
Key:
forthgo/s
Data
{'content': 'φορτηγός\n φορτ-ηγός, οῦ, ὁ,\n ἄγω\n one who carries burdens, a carrier, trafficker, merchant, Theogn., Polyb.', 'key': 'forthgo/s'}