Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φορμίζω
φορμικτής
φορμορραφέομαι
φορμός
φορολογέω
φορολόγος
φορός
φόρος
φορτηγέω
φορτηγία
φορτηγικός
φορτηγός
φορτίζω
φορτικός
φορτίον
φορτίς
φόρτος
φορύνω
φορύσσω
φορυτός
φόωσδε
View word page
φορτηγικός
φορτηγικός φορτηγικός, ή, όν of or for carrying loads, πλοῖον φ. a ship of burden, Thuc., Xen. from φορτηγός

ShortDef

of or for carrying loads

Debugging

Headword:
φορτηγικός
Headword (normalized):
φορτηγικός
Headword (normalized/stripped):
φορτηγικος
IDX:
35126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35166
Key:
forthgiko/s

Data

{'content': 'φορτηγικός\n φορτηγικός, ή, όν\n of or for carrying loads, πλοῖον φ. a ship of burden, Thuc., Xen.\n from φορτηγός', 'key': 'forthgiko/s'}