Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φόρμιγξ
φορμίζω
φορμικτής
φορμορραφέομαι
φορμός
φορολογέω
φορολόγος
φορός
φόρος
φορτηγέω
φορτηγία
φορτηγικός
φορτηγός
φορτίζω
φορτικός
φορτίον
φορτίς
φόρτος
φορύνω
φορύσσω
φορυτός
View word page
φορτηγία
φορτηγία from φορτηγέω φορτηγία, ἡ, a carrying of loads, carrying trade, Arist.
ShortDef
a carrying of loads, carrying trade
Debugging
Headword:
φορτηγία
Headword (normalized):
φορτηγία
Headword (normalized/stripped):
φορτηγια
IDX:
35125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35165
Key:
forthgi/a
Data
{'content': 'φορτηγία\n from φορτηγέω\n φορτηγία, ἡ,\n a carrying of loads, carrying trade, Arist.', 'key': 'forthgi/a'}