Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φορμηδόν
φόρμιγξ
φορμίζω
φορμικτής
φορμορραφέομαι
φορμός
φορολογέω
φορολόγος
φορός
φόρος
φορτηγέω
φορτηγία
φορτηγικός
φορτηγός
φορτίζω
φορτικός
φορτίον
φορτίς
φόρτος
φορύνω
φορύσσω
View word page
φορτηγέω
φορτηγέω φορτηγέω, fut. -ήσω φορτηγός to carry freights or loads in ships, Hdt.
ShortDef
to carry freights
Debugging
Headword:
φορτηγέω
Headword (normalized):
φορτηγέω
Headword (normalized/stripped):
φορτηγεω
IDX:
35124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35164
Key:
forthge/w
Data
{'content': 'φορτηγέω\n φορτηγέω,\n fut. -ήσω\n φορτηγός\n to carry freights or loads in ships, Hdt.', 'key': 'forthge/w'}